Translation meaning & definition of the word "housing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στέγαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Housing
[Στέγαση]/haʊzɪŋ/
noun
1. Structures collectively in which people are housed
- synonym:
- housing ,
- lodging ,
- living accommodations
1. Δομές συλλογικά στις οποίες στεγάζονται άνθρωποι
- συνώνυμο:
- στέγαση ,
- κατάλυμα ,
- καταλύματα
2. A protective cover designed to contain or support a mechanical component
- synonym:
- housing
2. Ένα προστατευτικό κάλυμμα σχεδιασμένο για να περιέχει ή να υποστηρίζει ένα μηχανικό συστατικό
- συνώνυμο:
- στέγαση
3. Stable gear consisting of a decorated covering for a horse, especially (formerly) for a warhorse
- synonym:
- caparison ,
- trapping ,
- housing
3. Σταθερό εργαλείο που αποτελείται από ένα διακοσμημένο κάλυμμα για ένα άλογο, ιδιαίτερα (προπύργιο για ένα πολεμικό άλογο
- συνώνυμο:
- κάπαρσον ,
- παγίδευση ,
- στέγαση
Examples of using
There is an urgent need for affordable housing.
Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για προσιτή στέγαση.