Translation meaning & definition of the word "housework" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Housework
[Οικιακά]/haʊswərk/
noun
1. The work of cleaning and running a house
- synonym:
- housework ,
- housekeeping
1. Το έργο του καθαρισμού και της λειτουργίας ενός σπιτιού
- συνώνυμο:
- οικιακή εργασία ,
- καθαριότητα
Examples of using
Who helps you with your housework?
Ποιος σας βοηθάει στην εργασία σας?
How much housework did you do?
Πόσες δουλειές του σπιτιού κάνατε?
We agreed to share the housework.
Συμφωνήσαμε να μοιραστούμε τις δουλειές του σπιτιού.