Translation meaning & definition of the word "housekeeping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύλαξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Housekeeping
[Καθαριότητα]/haʊskipɪŋ/
noun
1. The work of cleaning and running a house
- synonym:
- housework ,
- housekeeping
1. Το έργο του καθαρισμού και της λειτουργίας ενός σπιτιού
- συνώνυμο:
- οικιακή εργασία ,
- καθαριότητα