Translation meaning & definition of the word "housekeeper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικοδηγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Housekeeper
[Οικιακός]/haʊskipər/
noun
1. A servant who is employed to perform domestic task in a household
- synonym:
- housekeeper
1. Ένας υπηρέτης που εργάζεται για να εκτελέσει οικιακή εργασία σε ένα νοικοκυριό
- συνώνυμο:
- οικονόμος