Translation meaning & definition of the word "hound" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνηγόσκυλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hound
[Κυνηγόσκυλο]/haʊnd/
noun
1. Any of several breeds of dog used for hunting typically having large drooping ears
- synonym:
- hound ,
- hound dog
1. Οποιαδήποτε από τις διάφορες φυλές σκύλων που χρησιμοποιούνται για το κυνήγι έχουν συνήθως μεγάλα αυτιά που γέρνουν
- συνώνυμο:
- κυνηγόσκυλο ,
- σκύλος
2. Someone who is morally reprehensible
- "You dirty dog"
- synonym:
- cad ,
- bounder ,
- blackguard ,
- dog ,
- hound ,
- heel
2. Κάποιος που είναι ηθικά κατακριτέος
- "Βρώμικο σκυλί"
- συνώνυμο:
- στρατιωτικό ,
- βελονίζων ,
- μαυροφύλακας ,
- σκύλος ,
- κυνηγόσκυλο ,
- τακούνι
verb
1. Pursue or chase relentlessly
- "The hunters traced the deer into the woods"
- "The detectives hounded the suspect until they found him"
- synonym:
- hound ,
- hunt ,
- trace
1. Κυνηγήστε ή κυνηγήστε αμείλικτα
- "Οι κυνηγοί εντόπισαν τα ελάφια στο δάσος"
- "Οι ντετέκτιβ κυνήγησαν τον ύποπτο μέχρι που τον βρήκαν"
- συνώνυμο:
- κυνηγόσκυλο ,
- κυνήγι ,
- ίχνος