Translation meaning & definition of the word "hostility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εχθρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hostility
[Εχθρότητα]/hɑstɪləti/
noun
1. A hostile (very unfriendly) disposition
- "He could not conceal his hostility"
- synonym:
- hostility ,
- ill will
1. Μια εχθρική (πολύ εχθρική διάθεση
- "Δεν μπορούσε να κρύψει την εχθρότητά του"
- συνώνυμο:
- εχθρότητα ,
- κακή θέληση
2. A state of deep-seated ill-will
- synonym:
- hostility ,
- enmity ,
- antagonism
2. Μια κατάσταση βαθιάς κακής θέλησης
- συνώνυμο:
- εχθρότητα ,
- ανταγωνισμός
3. The feeling of a hostile person
- "He could no longer contain his hostility"
- synonym:
- hostility ,
- enmity ,
- ill will
3. Το συναίσθημα ενός εχθρικού ατόμου
- "Δεν μπορούσε πλέον να περιορίσει την εχθρότητά του"
- συνώνυμο:
- εχθρότητα ,
- κακή θέληση
4. Violent action that is hostile and usually unprovoked
- synonym:
- aggression ,
- hostility
4. Βίαιη δράση που είναι εχθρική και συνήθως απρόκλητη
- συνώνυμο:
- επιθετικότητα ,
- εχθρότητα