Translation meaning & definition of the word "hostel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλοξενούμενος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hostel
[Ξενώνας]/hɑstəl/
noun
1. A hotel providing overnight lodging for travelers
- synonym:
- hostel ,
- hostelry ,
- inn ,
- lodge ,
- auberge
1. Ένα ξενοδοχείο που παρέχει διανυκτέρευση για τους ταξιδιώτες
- συνώνυμο:
- ξενώνας ,
- πανδοχείο ,
- ενοικιάζω ,
- τραγανίζω
2. Inexpensive supervised lodging (especially for youths on bicycling trips)
- synonym:
- hostel ,
- youth hostel ,
- student lodging
2. Φθηνή εποπτευόμενη διαμονή (ειδικά για τους νέους σε ταξίδια ποδηλασίας)
- συνώνυμο:
- ξενώνας ,
- ξενώνας νεολαίας ,
- φοιτητικό κατάλυμα