Translation meaning & definition of the word "hostage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλοξενία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hostage
[Ομηρία]/hɑstɪʤ/
noun
1. A prisoner who is held by one party to insure that another party will meet specified terms
- synonym:
- hostage ,
- surety
1. Ένας κρατούμενος που κρατείται από ένα μέρος για να ασφαλίσει ότι ένα άλλο μέρος θα πληροί συγκεκριμένους όρους
- συνώνυμο:
- όμηρος ,
- ασφάλεια
Examples of using
Russia expresses regret for those lost in the hostage incident.
Η Ρωσία εκφράζει τη λύπη της για όσους χάθηκαν στο περιστατικό ομηρίας.