Translation meaning & definition of the word "host" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φάντασμα" στην ελληνική γλώσσα
Host
[οικοδεσπότης]noun
1. A person who invites guests to a social event (such as a party in his or her own home) and who is responsible for them while they are there
- synonym:
- host
1. Ένα πρόσωπο που προσκαλεί τους επισκέπτες σε μια κοινωνική εκδήλωση (όπως ένα κόμμα στο δικό του σπίτι) και ο οποίος είναι υπεύθυνος γι 'αυ
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης
2. A vast multitude
- synonym:
- horde ,
- host ,
- legion
2. Ένα τεράστιο πλήθος
- συνώνυμο:
- ορδή ,
- οικοδεσπότης ,
- λεγεώνα
3. An animal or plant that nourishes and supports a parasite
- It does not benefit and is often harmed by the association
- synonym:
- host
3. Ένα ζώο ή φυτό που θρέφει και υποστηρίζει ένα παράσιτο
- Δεν ωφελείται και συχνά βλάπτεται από την ένωση
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης
4. A person who acts as host at formal occasions (makes an introductory speech and introduces other speakers)
- synonym:
- master of ceremonies ,
- emcee ,
- host
4. Ένα άτομο που ενεργεί ως οικοδεσπότης σε επίσημες περιπτώσεις (κάνει μια εισαγωγική ομιλία και εισάγει άλλους ομιλητές)
- συνώνυμο:
- πλοίαρχος των τελετών ,
- εμτσέ ,
- οικοδεσπότης
5. Archaic terms for army
- synonym:
- host ,
- legion
5. Αρχαϊκοί όροι για το στρατό
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης ,
- λεγεώνα
6. Any organization that provides resources and facilities for a function or event
- "Atlanta was chosen to be host for the olympic games"
- synonym:
- host
6. Κάθε οργανισμός που παρέχει πόρους και εγκαταστάσεις για μια λειτουργία ή εκδήλωση
- "Η ατλάντα επιλέχθηκε να φιλοξενήσει τους ολυμπιακούς αγώνες"
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης
7. (medicine) recipient of transplanted tissue or organ from a donor
- synonym:
- host
7. (φαρμακοκι) λήπτης μεταμοσχευμένου ιστού ή οργάνου από δότη
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης
8. The owner or manager of an inn
- synonym:
- host ,
- innkeeper ,
- boniface
8. Ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής ενός πανδοχείου
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης ,
- ενοικιαστήσ ,
- φανέλα
9. A technical name for the bread used in the service of mass or holy communion
- synonym:
- Host
9. Ένα τεχνικό όνομα για το ψωμί που χρησιμοποιείται στην υπηρεσία της λειτουργίας ή της θείας κοινωνίας
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης
10. (computer science) a computer that provides client stations with access to files and printers as shared resources to a computer network
- synonym:
- server ,
- host
10. (επιστήμη υπολογιστών) ένας υπολογιστής που παρέχει στους πελατειακούς σταθμούς πρόσβαση σε αρχεία και εκτυπωτές ως κοινόχρηστους
- συνώνυμο:
- διακομιστής ,
- οικοδεσπότης
verb
1. Be the host of or for
- "We hosted 4 couples last night"
- synonym:
- host
1. Να είστε ο οικοδεσπότης ή για
- "Φιλοξενήσαμε 4 ζευγάρια χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- οικοδεσπότης