Translation meaning & definition of the word "hospitalization" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νοσηλεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hospitalization
[Νοσηλεία]/hɑspɪtələzeʃən/
noun
1. A period of time when you are confined to a hospital
- "Now they try to shorten the patient's hospitalization"
- synonym:
- hospitalization
1. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο περιορίζεστε σε νοσοκομείο
- "Τώρα προσπαθούν να συντομεύσουν τη νοσηλεία του ασθενούς"
- συνώνυμο:
- νοσηλεία
2. The condition of being treated as a patient in a hospital
- "He hoped to avoid the expense of hospitalization"
- synonym:
- hospitalization
2. Η κατάσταση της θεραπείας ως ασθενούς σε νοσοκομείο
- "Έλπιζε να αποφύγει το κόστος της νοσηλείας"
- συνώνυμο:
- νοσηλεία
3. Insurance that pays all or part of a patient's hospital expense
- synonym:
- hospitalization insurance ,
- hospitalization
3. Ασφάλιση που πληρώνει το σύνολο ή μέρος των εξόδων του νοσοκομείου ενός ασθενούς
- συνώνυμο:
- ασφάλιση νοσηλείας ,
- νοσηλεία
4. Placing in medical care in a hospital
- synonym:
- hospitalization ,
- hospitalisation ,
- hospital care
4. Τοποθέτηση σε ιατρική περίθαλψη σε νοσοκομείο
- συνώνυμο:
- νοσηλεία ,
- νοσοκομειακή περίθαλψη