Translation meaning & definition of the word "hospice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυσικό περιεχόμενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hospice
[Φιλοξενία]/hɑspəs/
noun
1. A lodging for travelers (especially one kept by a monastic order)
- synonym:
- hospice
1. Ένα κατάλυμα για τους ταξιδιώτες (ειδικά ένα που διατηρείται από μοναστηριακό τάγμα)
- συνώνυμο:
- ξενώνασ
2. A program of medical and emotional care for the terminally ill
- synonym:
- hospice
2. Ένα πρόγραμμα ιατρικής και συναισθηματικής φροντίδας για τους τελικούς ασθενείς
- συνώνυμο:
- ξενώνασ
Examples of using
Cancer is the leading cause for hospice care.
Ο καρκίνος είναι η κύρια αιτία για τη φροντίδα του ξενώνα.