Translation meaning & definition of the word "horseshoe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέταλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Horseshoe
[Πεταλούδα]/hɔrsʃu/
noun
1. Game equipment consisting of an open ring of iron used in playing horseshoes
- synonym:
- horseshoe
1. Εξοπλισμός παιχνιδιών που αποτελείται από ένα ανοιχτό δαχτυλίδι από σίδερο που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι πέταλα
- συνώνυμο:
- πέταλο
2. U-shaped plate nailed to underside of horse's hoof
- synonym:
- horseshoe ,
- shoe
2. Πλάκα σε σχήμα καρφωμένη για να κάτω από την οπλή του αλόγου
- συνώνυμο:
- πέταλο ,
- παπούτσι
verb
1. Equip (a horse) with a horseshoe or horseshoes
- synonym:
- horseshoe
1. Εξοπλίστε (α ιππικό με πέταλο ή πέταλα
- συνώνυμο:
- πέταλο
Examples of using
A horseshoe and a black cat are not good luck signs.
Ένα πέταλο και μια μαύρη γάτα δεν είναι σημάδια καλής τύχης.
This is a horseshoe magnet.
Αυτός είναι ένας μαγνήτης πετάλων.