Translation meaning & definition of the word "horsemanship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σημασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Horsemanship
[Αποτέφρωση]/hɔrsmənʃɪp/
noun
1. Skill in handling and riding horses
- synonym:
- horsemanship
1. Δεξιότητα στο χειρισμό και την οδήγηση των αλόγων
- συνώνυμο:
- ιππασία