Translation meaning & definition of the word "horseback" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίστροφη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Horseback
[Αλογάκι]/hɔrsbæk/
noun
1. The back of a horse
- synonym:
- horseback
1. Το πίσω μέρος ενός αλόγου
- συνώνυμο:
- αλογάκι
2. A narrow ridge of hills
- synonym:
- hogback ,
- horseback
2. Μια στενή κορυφογραμμή των λόφων
- συνώνυμο:
- αναβλύζω ,
- αλογάκι
adverb
1. On the back of a horse
- "He rode horseback to town"
- "Managed to escape ahorse"
- "Policeman patrolled the streets ahorseback"
- synonym:
- horseback ,
- ahorse ,
- ahorseback
1. Στο πίσω μέρος ενός αλόγου
- "Πήγε το άλογο στην πόλη"
- "Διαχειρίζεται να ξεφύγει από το άλογο"
- "Ο πολιτικός περιπολούσε στους δρόμους"
- συνώνυμο:
- αλογάκι ,
- άροου ,
- ακόροσπασ