Translation meaning & definition of the word "horoscope" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οριζόνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Horoscope
[Ωροσκόπιο]/hɔrəskoʊp/
noun
1. A prediction of someone's future based on the relative positions of the planets
- synonym:
- horoscope
1. Μια πρόβλεψη του μέλλοντος κάποιου με βάση τις σχετικές θέσεις των πλανητών
- συνώνυμο:
- ωροσκόπιο
2. A diagram of the positions of the planets and signs of the zodiac at a particular time and place
- synonym:
- horoscope
2. Ένα διάγραμμα των θέσεων των πλανητών και των σημείων του ζωδιακού κύκλου σε μια συγκεκριμένη στιγμή και τόπο
- συνώνυμο:
- ωροσκόπιο
Examples of using
My sister can't start the day without reading her horoscope.
Η αδελφή μου δεν μπορεί να ξεκινήσει την ημέρα χωρίς να διαβάσει το ωροσκόπιο της.