Translation meaning & definition of the word "horny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άλογο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Horny
[Κερατώδησ]/hɔrni/
adjective
1. Feeling great sexual desire
- "Feeling horny"
- synonym:
- aroused ,
- horny ,
- randy ,
- ruttish ,
- steamy ,
- turned on(p)
1. Αίσθηση μεγάλης σεξουαλικής επιθυμίας
- "Αισθάνεσαι καυλιάρης"
- συνώνυμο:
- προκαλεί ,
- καυλιάρησ ,
- ράντι ,
- παραπονεμένοσ ,
- ατμώδησ ,
- ενεργοποιημένο (π)
2. Having horns or hornlike projections
- "Horny coral"
- "Horny (or horned) frog"
- synonym:
- horny
2. Έχοντας κέρατα ή προβολές σαν κέρατα
- "Κορντίνι κοράλλι"
- "Χορνί κέρατο ( βάτραχος"
- συνώνυμο:
- καυλιάρησ
3. Made of horn (or of a substance resembling horn)
- synonym:
- corneous ,
- hornlike ,
- horny
3. Κατασκευασμένο από κέρατο ( ουσίας που μοιάζει με κέρατο)
- συνώνυμο:
- κερατοειδήσ ,
- καυλιάρησ