Translation meaning & definition of the word "hornpipe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωλήνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hornpipe
[Καραβίδα]/hɔrnpaɪp/
noun
1. A british solo dance performed by sailors
- synonym:
- hornpipe
1. Ένας βρετανικός σόλο χορός που εκτελείται από ναυτικούς
- συνώνυμο:
- αναβολέασ
2. Music for dancing the hornpipe
- synonym:
- hornpipe
2. Μουσική για το χορό του κέρατου
- συνώνυμο:
- αναβολέασ
3. An ancient (now obsolete) single-reed woodwind
- Usually made of bone
- synonym:
- hornpipe ,
- pibgorn ,
- stockhorn
3. Ένας αρχαίος ( παρωχημένος) μονόφυλλος δασικός άνεμος
- Συνήθως αποτελείται από κόκαλο
- συνώνυμο:
- αναβολέασ ,
- πινγκόρνο ,
- αποθήκη