Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "horn" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όρνος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Horn

[Κέρασ]
/hɔrn/

noun

1. A noisemaker (as at parties or games) that makes a loud noise when you blow through it

    synonym:
  • horn

1. Ένας νεοφερμένος (ας σε πάρτι ή παιχνίδια) που κάνει ένα δυνατό θόρυβο όταν φυσάτε μέσα από αυτό

    συνώνυμο:
  • κέρατο

2. One of the bony outgrowths on the heads of certain ungulates

    synonym:
  • horn

2. Μία από τις οστεώδεις εκβάσεις στα κεφάλια ορισμένων οπληφόρων

    συνώνυμο:
  • κέρατο

3. A noise made by the driver of an automobile to give warning

    synonym:
  • horn

3. Ένας θόρυβος που γίνεται από τον οδηγό ενός αυτοκινήτου για να δώσει προειδοποίηση

    συνώνυμο:
  • κέρατο

4. A high pommel of a western saddle (usually metal covered with leather)

    synonym:
  • horn
  • ,
  • saddle horn

4. Ένας ψηλός μανδύας από δυτική σέλα (συνήθως μέταλλο καλυμμένο με δέρμα)

    συνώνυμο:
  • κέρατο
  • ,
  • κέρατο σέλας

5. A brass musical instrument with a brilliant tone

  • Has a narrow tube and a flared bell and is played by means of valves
    synonym:
  • cornet
  • ,
  • horn
  • ,
  • trumpet
  • ,
  • trump

5. Ένα ορειχάλκινο μουσικό όργανο με λαμπρό τόνο

  • Έχει ένα στενό σωλήνα και ένα κουδούνι και παίζεται μέσω των βαλβίδων
    συνώνυμο:
  • κορνέ
  • ,
  • κέρατο
  • ,
  • τρομπέτα
  • ,
  • τραμπ

6. Any hard protuberance from the head of an organism that is similar to or suggestive of a horn

    synonym:
  • horn

6. Οποιαδήποτε σκληρή προεξοχή από το κεφάλι ενός οργανισμού που είναι παρόμοια ή υποδηλώνει ένα κέρατο

    συνώνυμο:
  • κέρατο

7. The material (mostly keratin) that covers the horns of ungulates and forms hooves and claws and nails

    synonym:
  • horn

7. Το υλικό ( κυρίως κερατιν) που καλύπτει τα κέρατα των οπληφόρων και σχηματίζει οπλές και νύχια

    συνώνυμο:
  • κέρατο

8. A device having the shape of a horn

  • "Horns at the ends of a new moon"
  • "The hornof an anvil"
  • "The cleat had two horns"
    synonym:
  • horn

8. Μια συσκευή που έχει το σχήμα ενός κέρατου

  • "Τα κέρατα στα άκρα ενός νέου φεγγαριού"
  • "Το κέρατο ενός αμόνι"
  • "Η παλάμη είχε δύο κέρατα"
    συνώνυμο:
  • κέρατο

9. An alarm device that makes a loud warning sound

    synonym:
  • horn

9. Μια συσκευή συναγερμού που κάνει έναν δυνατό ήχο προειδοποίησης

    συνώνυμο:
  • κέρατο

10. A brass musical instrument consisting of a conical tube that is coiled into a spiral and played by means of valves

    synonym:
  • French horn
  • ,
  • horn

10. Ένα ορειχάλκινο μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα κωνικό σωλήνα που συσσωρεύεται σε μια σπείρα και παίζεται μέσω βαλβίδων

    συνώνυμο:
  • Γαλλικό κέρατο
  • ,
  • κέρατο

11. A device on an automobile for making a warning noise

    synonym:
  • automobile horn
  • ,
  • car horn
  • ,
  • motor horn
  • ,
  • horn
  • ,
  • hooter

11. Μια συσκευή σε ένα αυτοκίνητο για να κάνει έναν προειδοποιητικό θόρυβο

    συνώνυμο:
  • κέρατο αυτοκινήτου
  • ,
  • κέρατο κινητήρα
  • ,
  • κέρατο
  • ,
  • αποτυχητήσ

verb

1. Stab or pierce with a horn or tusk

  • "The rhino horned the explorer"
    synonym:
  • horn
  • ,
  • tusk

1. Μαχαίρωμα ή τρύπα με κέρατο ή χαυλιόδοντα

  • "Ο ρινόκερος κέρατε τον εξερευνητή"
    συνώνυμο:
  • κέρατο
  • ,
  • τουσκ

Examples of using

The unicorn ran at the tree with all his might and penetrated the trunk so deeply with his horn, that he couldn't pull it out and was thus stuck.
Ο μονόκερος έτρεξε στο δέντρο με όλη του τη δύναμη και διείσδυσε στον κορμό τόσο βαθιά με το κέρατό του, που δεν μπορούσε να το τραβήξει.
That sounds like our tugboat horn.
Αυτό ακούγεται σαν το κέρατο του ρυμουλκού μας.
Make a spoon or spoil a horn.
Κάντε ένα κουτάλι ή χαλάστε ένα κέρατο.