Translation meaning & definition of the word "hormonal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορμονική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hormonal
[Ορμονικόσ]/hɔrmoʊnəl/
adjective
1. Of or relating to or caused by hormones
- "Hormonal changes"
- synonym:
- hormonal
1. Από ή σχετίζονται ή προκαλούνται από ορμόνες
- "Ορμονικές αλλαγές"
- συνώνυμο:
- ορμονική