Translation meaning & definition of the word "horde" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόρη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Horde
[Ορδή]/hɔrd/
noun
1. A vast multitude
- synonym:
- horde ,
- host ,
- legion
1. Ένα τεράστιο πλήθος
- συνώνυμο:
- ορδή ,
- οικοδεσπότης ,
- λεγεώνα
2. A nomadic community
- synonym:
- horde
2. Μια νομαδική κοινότητα
- συνώνυμο:
- ορδή
3. A moving crowd
- synonym:
- drove ,
- horde ,
- swarm
3. Ένα κινούμενο πλήθος
- συνώνυμο:
- οδήγησε ,
- ορδή ,
- πληγώνω