Translation meaning & definition of the word "hopeless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άνευ γλώσσας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hopeless
[Ανεξίτηλοσ]/hoʊpləs/
adjective
1. Without hope because there seems to be no possibility of comfort or success
- "In an agony of hopeless grief"
- "With a hopeless sigh he sat down"
- synonym:
- hopeless
1. Χωρίς ελπίδα, γιατί δεν φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα άνεσης ή επιτυχίας
- "Σε μια αγωνία απελπιστικής θλίψης"
- "Με έναν απελπισμένο αναστεναγμό κάθισε"
- συνώνυμο:
- απελπισμένος
2. Of a person unable to do something skillfully
- "I'm hopeless at mathematics"
- synonym:
- hopeless
2. Από ένα άτομο που δεν μπορεί να κάνει κάτι επιδέξια
- "Είμαι απελπισμένος στα μαθηματικά"
- συνώνυμο:
- απελπισμένος
3. Certain to fail
- "The situation is hopeless"
- synonym:
- hopeless
3. Σίγουρο ότι θα αποτύχει
- "Η κατάσταση είναι απελπιστική"
- συνώνυμο:
- απελπισμένος
4. (informal to emphasize how bad it is) beyond hope of management or reform
- "She handed me a hopeless jumble of papers"
- "He is a hopeless romantic"
- synonym:
- hopeless
4. (ανεπίσημο να τονίσει πόσο κακό είναι) πέρα από την ελπίδα της διαχείρισης ή της μεταρρύθμισης
- "Μου έδωσε ένα απελπιστικό χαρτί"
- "Είναι ένας απελπισμένος ρομαντικός"
- συνώνυμο:
- απελπισμένος
Examples of using
I believe nobody. I don't believe myself. I'm a hopeless man.
Δεν πιστεύω κανέναν. Δεν πιστεύω στον εαυτό μου. Είμαι ένας απελπισμένος άνθρωπος.
You are a hopeless idiot.
Είσαι ένας απελπισμένος ηλίθιος.
It's not hopeless.
Δεν είναι απελπιστικό.