Translation meaning & definition of the word "hopeful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελπίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hopeful
[Ελπιδοφόροσ]/hoʊpfəl/
noun
1. An ambitious and aspiring young person
- "A lofty aspirant"
- "Two executive hopefuls joined the firm"
- "The audience was full of madonna wannabes"
- synonym:
- aspirant ,
- aspirer ,
- hopeful ,
- wannabe ,
- wannabee
1. Ένας φιλόδοξος και επίδοξος νέος
- "Υψηλός ζηλωτής"
- "Δύο εκτελεστικοί ελπιδοφόροι εντάχθηκαν στην εταιρεία"
- "Το κοινό ήταν γεμάτο από τη μαντόνα βαννάμπες"
- συνώνυμο:
- αναζητητήσ ,
- επίδοξος ,
- ελπιδοφόροσ ,
- βαννάμπε ,
- βαννάμπι
adjective
1. Having or manifesting hope
- "A line of people hopeful of obtaining tickets"
- "Found a hopeful way of attacking the problem"
- synonym:
- hopeful
1. Έχοντας ή εκδηλώνοντας ελπίδα
- "Μια σειρά ανθρώπων που ελπίζουν να πάρουν εισιτήρια"
- "Βρήκε έναν ελπιδοφόρο τρόπο να επιτεθεί στο πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- ελπιδοφόροσ
2. Full or promise
- "Had a bright future in publishing"
- "The scandal threatened an abrupt end to a promising political career"
- "A hopeful new singer on broadway"
- synonym:
- bright ,
- hopeful ,
- promising
2. Πλήρης ή υπόσχεση
- "Έχει ένα λαμπρό μέλλον στις εκδόσεις"
- "Το σκάνδαλο απείλησε ένα απότομο τέλος σε μια πολλά υποσχόμενη πολιτική σταδιοδρομία"
- "Ένας ελπιδοφόρος νέος τραγουδιστής στο μπρόντγουεϊ"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- ελπιδοφόροσ ,
- πολλά