Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hope" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελπίδα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hope

[Ελπίδα]
/hoʊp/

noun

1. A specific instance of feeling hopeful

  • "It revived their hope of winning the pennant"
    synonym:
  • hope

1. Μια συγκεκριμένη περίπτωση αισθήματος ελπίδας

  • "Αναβίωσε την ελπίδα τους να κερδίσουν την ποινή"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα

2. The general feeling that some desire will be fulfilled

  • "In spite of his troubles he never gave up hope"
    synonym:
  • hope

2. Η γενική αίσθηση ότι κάποια επιθυμία θα εκπληρωθεί

  • "Παρά τα προβλήματά του δεν εγκατέλειψε ποτέ την ελπίδα"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα

3. Grounds for feeling hopeful about the future

  • "There is little or no promise that he will recover"
    synonym:
  • promise
  • ,
  • hope

3. Λόγοι για να αισθάνεστε ελπίδα για το μέλλον

  • "Υπάρχει ελάχιστη ή καμία υπόσχεση ότι θα ανακάμψει"
    συνώνυμο:
  • υπόσχεση
  • ,
  • ελπίδα

4. Someone (or something) on which expectations are centered

  • "He was their best hope for a victory"
    synonym:
  • hope

4. Κάποιος (ή κάτι) στο οποίο επικεντρώνονται οι προσδοκίες

  • "Ήταν η καλύτερη ελπίδα τους για μια νίκη"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα

5. United states comedian (born in england) who appeared in films with bing crosby (1903-2003)

    synonym:
  • Hope
  • ,
  • Bob Hope
  • ,
  • Leslie Townes Hope

5. Ηνωμένες πολιτείες κωμικός (γεννήθηκε στην αγγλία), που εμφανίστηκε σε ταινίες με τον μπινγκ κρόσμπι (1903-2003)

    συνώνυμο:
  • Ελπίδα
  • ,
  • Μπομπ Ελπίδα
  • ,
  • Λέσλι Τάουνς Ελπίδα

6. One of the three christian virtues

    synonym:
  • hope

6. Μία από τις τρεις χριστιανικές αρετές

    συνώνυμο:
  • ελπίδα

verb

1. Expect and wish

  • "I trust you will behave better from now on"
  • "I hope she understands that she cannot expect a raise"
    synonym:
  • hope
  • ,
  • trust
  • ,
  • desire

1. Περιμένετε και επιθυμείτε

  • "Πιστεύω ότι θα συμπεριφέρεστε καλύτερα από εδώ και στο εξής"
  • "Ελπίζω να καταλάβει ότι δεν μπορεί να περιμένει αύξηση"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα
  • ,
  • εμπιστοσύνη
  • ,
  • επιθυμία

2. Be optimistic

  • Be full of hope
  • Have hopes
  • "I am still hoping that all will turn out well"
    synonym:
  • hope

2. Να είστε αισιόδοξοι

  • Να είσαι γεμάτος ελπίδα
  • Έχω ελπίδες
  • "Ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα

3. Intend with some possibility of fulfilment

  • "I hope to have finished this work by tomorrow evening"
    synonym:
  • hope
  • ,
  • go for

3. Σκοπεύει με κάποια δυνατότητα εκπλήρωσης

  • "Ελπίζω να έχω ολοκληρώσει αυτή τη δουλειά μέχρι αύριο το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • ελπίδα
  • ,
  • πηγαίνω για

Examples of using

I hope you get a good rest.
Ελπίζω να ξεκουραστείτε καλά.
I hope I'm not boring you.
Ελπίζω να μην σε βαρετάω.
I hope nobody got hurt.
Ελπίζω να μην τραυματίστηκε κανείς.