Translation meaning & definition of the word "hop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάστημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hop
[Χουσ]/hɑp/
noun
1. The act of hopping
- Jumping upward or forward (especially on one foot)
- synonym:
- hop
1. Η πράξη της λυγισμού
- Άλμα προς τα πάνω ή προς τα εμπρός (ειδικά σε ένα πόδι)
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ
2. Twining perennials having cordate leaves and flowers arranged in conelike spikes
- The dried flowers of this plant are used in brewing to add the characteristic bitter taste to beer
- synonym:
- hop ,
- hops
2. Πολυετή φυτά που έχουν φύλλα και λουλούδια καλωδιωμένα σε αιχμές κονελιών
- Τα αποξηραμένα λουλούδια αυτού του φυτού χρησιμοποιούνται στην παρασκευή για να προσθέσουν τη χαρακτηριστική πικρή γεύση στην μπύρα
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ ,
- λυκίσκος
3. An informal dance where popular music is played
- synonym:
- hop ,
- record hop
3. Ένας άτυπος χορός όπου παίζεται λαϊκή μουσική
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ ,
- λυκίσκου εγγραφής
verb
1. Jump lightly
- synonym:
- hop ,
- skip ,
- hop-skip
1. Πηδήξτε ελαφρά
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ ,
- παραλείπω ,
- πατίνι
2. Move quickly from one place to another
- synonym:
- hop
2. Μετακινηθείτε γρήγορα από το ένα μέρος στο άλλο
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ
3. Travel by means of an aircraft, bus, etc.
- "She hopped a train to chicago"
- "He hopped rides all over the country"
- synonym:
- hop
3. Ταξιδέψτε με αεροσκάφος, λεωφορείο κ.λπ.
- "Έπεσε τρένο στο σικάγο"
- "Μπήκε βόλτες σε όλη τη χώρα"
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ
4. Traverse as if by a short airplane trip
- "Hop the pacific ocean"
- synonym:
- hop
4. Περπατήστε σαν με ένα σύντομο ταξίδι με αεροπλάνο
- "Φυτέψτε τον ειρηνικό ωκεανό"
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ
5. Jump across
- "He hopped the bush"
- synonym:
- hop
5. Πηδώ
- "Μπήκε στο θάμνο"
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ
6. Make a jump forward or upward
- synonym:
- hop
6. Κάντε ένα άλμα προς τα εμπρός ή προς τα πάνω
- συνώνυμο:
- λυκίσκοσ