Translation meaning & definition of the word "hoot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυροβολισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoot
[Λεηλατώ]/hut/
noun
1. A loud raucous cry (as of an owl)
- synonym:
- hoot
1. Μια δυνατή κραυγή (ας μιας κουκουβάγιας
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι
2. A cry or noise made to express displeasure or contempt
- synonym:
- boo ,
- hoot ,
- Bronx cheer ,
- hiss ,
- raspberry ,
- razzing ,
- razz ,
- snort ,
- bird
2. Μια κραυγή ή θόρυβος που γίνεται για να εκφράσει δυσαρέσκεια ή περιφρόνηση
- συνώνυμο:
- μπόοσ ,
- επιτίθεμαι ,
- Μπρονγκ φτιάξε ,
- το δικό του ,
- βατόμουρο ,
- παραπαίουν ,
- ραζ ,
- αποπνέω ,
- πουλί
3. Something of little value
- "His promise is not worth a damn"
- "Not worth one red cent"
- "Not worth shucks"
- synonym:
- damn ,
- darn ,
- hoot ,
- red cent ,
- shit ,
- shucks ,
- tinker's damn ,
- tinker's dam
3. Κάτι λίγης αξίας
- "Η υπόσχεσή του δεν αξίζει"
- "Δεν αξίζει ούτε ένα κόκκινο σεντ"
- "Δεν αξίζει να τσακωθεί"
- συνώνυμο:
- γαμώ ,
- νταρν ,
- επιτίθεμαι ,
- κόκκινο σεντ ,
- σκατά ,
- αποτυγχάνω ,
- το καταραμένο του Τίνκερ ,
- το φράγμα του Τίνκερ
verb
1. To utter a loud clamorous shout
- "The toughs and blades of the city hoot and bang their drums, drink arak, play dice, and dance"
- synonym:
- hoot
1. Για να προφέρεις μια δυνατή κραυγή
- "Οι σκληροί και οι λεπίδες της πόλης πυροβολούν και χτυπούν τα τύμπανά τους, πίνουν αράκ, παίζουν ζάρια και χορεύουν"
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι
2. Utter the characteristic sound of owls
- synonym:
- hoot
2. Περιγράψτε τον χαρακτηριστικό ήχο των κουκουβάγιων
- συνώνυμο:
- επιτίθεμαι