Translation meaning & definition of the word "hoop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χουπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoop
[Σηκώνω]/hup/
noun
1. A light curved skeleton to spread out a skirt
- synonym:
- hoop
1. Ένας ελαφρύς κυρτός σκελετός για να απλώσει μια φούστα
- συνώνυμο:
- στεφάνη
2. A rigid circular band of metal or wood or other material used for holding or fastening or hanging or pulling
- "There was still a rusty iron hoop for tying a horse"
- synonym:
- hoop ,
- ring
2. Μια άκαμπτη κυκλική ζώνη από μέταλλο ή ξύλο ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση ή τη στερέωση ή το κρέμασμα ή το τράβηγμα
- "Υπήρχε ακόμα ένα σκουριασμένο σιδερένιο στεφάνι για να δέσει ένα άλογο"
- συνώνυμο:
- στεφάνη ,
- δαχτυλίδι
3. A small arch used as croquet equipment
- synonym:
- wicket ,
- hoop
3. Μια μικρή καμάρα που χρησιμοποιείται ως εξοπλισμός κροκέ
- συνώνυμο:
- βίκετ ,
- στεφάνη
4. Horizontal circular metal hoop supporting a net through which players try to throw the basketball
- synonym:
- basket ,
- basketball hoop ,
- hoop
4. Οριζόντιο κυκλικό μεταλλικό στεφάνι που υποστηρίζει ένα δίχτυ μέσω του οποίου οι παίκτες προσπαθούν να ρίξουν το μπάσκετ
- συνώνυμο:
- καλάθι ,
- στεφάνι μπάσκετ ,
- στεφάνη
verb
1. Bind or fasten with a hoop
- "Hoop vats"
- synonym:
- hoop
1. Δέστε ή στερεώστε με ένα στεφάνι
- "Φουλάρια"
- συνώνυμο:
- στεφάνη
Examples of using
The lion jumped through a burning hoop.
Το λιοντάρι πήδηξε μέσα από ένα καυτό στεφάνι.