Translation meaning & definition of the word "hoodlum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ησυχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoodlum
[Κουκούλα]/hʊdləm/
noun
1. An aggressive and violent young criminal
- synonym:
- hood ,
- hoodlum ,
- goon ,
- punk ,
- thug ,
- tough ,
- toughie ,
- strong-armer
1. Ένας επιθετικός και βίαιος νεαρός εγκληματίας
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- απατεώνασ ,
- πηγαίνω ,
- πανκ ,
- κακοποιός ,
- σκληρός ,
- ισχυρός παραγωγός