Translation meaning & definition of the word "hood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλικία" στην ελληνική γλώσσα
Hood
[Κουκούλα]noun
1. An aggressive and violent young criminal
- synonym:
- hood ,
- hoodlum ,
- goon ,
- punk ,
- thug ,
- tough ,
- toughie ,
- strong-armer
1. Ένας επιθετικός και βίαιος νεαρός εγκληματίας
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- απατεώνασ ,
- πηγαίνω ,
- πανκ ,
- κακοποιός ,
- σκληρός ,
- ισχυρός παραγωγός
2. A protective covering that is part of a plant
- synonym:
- hood ,
- cap
2. Ένα προστατευτικό κάλυμμα που αποτελεί μέρος ενός φυτού
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- καπάκι
3. (slang) a neighborhood
- synonym:
- hood
3. (σλανγκ) μια γειτονιά
- συνώνυμο:
- κουκούλα
4. A tubular attachment used to keep stray light out of the lens of a camera
- synonym:
- hood ,
- lens hood
4. Ένα σωληνοειδές εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει το αδέσποτο φως έξω από το φακό μιας κάμερας
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- κουκούλα φακού
5. (falconry) a leather covering for a hawk's head
- synonym:
- hood
5. (φαλκονρι) ένα δερμάτινο κάλυμμα για το κεφάλι ενός γερακιού
- συνώνυμο:
- κουκούλα
6. Metal covering leading to a vent that exhausts smoke or fumes
- synonym:
- hood ,
- exhaust hood
6. Μεταλλικό κάλυμμα που οδηγεί σε ένα εξαερισμό που εξαντλεί καπνό ή αναθυμιάσεις
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- κουκούλα εξάτμισης
7. The folding roof of a carriage
- synonym:
- hood
7. Η πτυσσόμενη οροφή ενός φορείου
- συνώνυμο:
- κουκούλα
8. A headdress that protects the head and face
- synonym:
- hood
8. Ένα κεφάλι που προστατεύει το κεφάλι και το πρόσωπο
- συνώνυμο:
- κουκούλα
9. Protective covering consisting of a metal part that covers the engine
- "There are powerful engines under the hoods of new cars"
- "The mechanic removed the cowling in order to repair the plane's engine"
- synonym:
- hood ,
- bonnet ,
- cowl ,
- cowling
9. Προστατευτικό κάλυμμα που αποτελείται από μεταλλικό μέρος που καλύπτει τον κινητήρα
- "Υπάρχουν ισχυροί κινητήρες κάτω από τις κουκούλες των νέων αυτοκινήτων"
- "Ο μηχανικός αφαίρεσε την κουδουνίστρα για να επισκευάσει τον κινητήρα του αεροπλάνου"
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- καπό ,
- καουλ ,
- αγελάδα
10. (zoology) an expandable part or marking that resembles a hood on the head or neck of an animal
- synonym:
- hood
10. (ζωολογία) ένα επεκτάσιμο μέρος ή σήμανση που μοιάζει με κουκούλα στο κεφάλι ή το λαιμό ενός ζώου
- συνώνυμο:
- κουκούλα
verb
1. Cover with a hood
- "The bandits were hooded"
- synonym:
- hood
1. Καλύψτε με μια κουκούλα
- "Οι ληστές ήταν απαλλαγμένοι"
- συνώνυμο:
- κουκούλα