Translation meaning & definition of the word "honorary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τιμητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Honorary
[Τιμητικόσ]/ɑnərɛri/
adjective
1. Given as an honor without the normal duties
- "An honorary degree"
- synonym:
- honorary
1. Απονέμεται ως τιμή χωρίς τα κανονικά καθήκοντα
- "Τιμητικό πτυχίο"
- συνώνυμο:
- επίτιμος
Examples of using
General Franks received an honorary knighthood.
Ο στρατηγός Φραγκίσκος έλαβε τιμητικό ιππότη.