Translation meaning & definition of the word "honorable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τιμωρητό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Honorable
[Τιμητικός]/ɑnərəbəl/
adjective
1. Not disposed to cheat or defraud
- Not deceptive or fraudulent
- "Honest lawyers"
- "Honest reporting"
- synonym:
- honest ,
- honorable
1. Δεν είναι διατεθειμένος να εξαπατήσει ή να εξαπατήσει
- Δεν είναι παραπλανητικό ή δόλιο
- "Ειλικρινείς δικηγόροι"
- "Τίμια αναφορά"
- συνώνυμο:
- ειλικρινής ,
- αξιότιμος
2. Worthy of being honored
- Entitled to honor and respect
- "An honorable man"
- "Led an honorable life"
- "Honorable service to his country"
- synonym:
- honorable ,
- honourable
2. Αξίζει να τιμηθεί
- Δικαίωμα σε τιμή και σεβασμό
- "Ένας αξιότιμος άνθρωπος"
- "Ηλικιωμένη ζωή"
- "Τιμωρητική υπηρεσία στη χώρα του"
- συνώνυμο:
- αξιότιμος
3. Adhering to ethical and moral principles
- "It seems ethical and right"
- "Followed the only honorable course of action"
- synonym:
- ethical ,
- honorable ,
- honourable
3. Τήρηση ηθικών και ηθικών αρχών
- "Φαίνεται ηθικό και σωστό"
- "Ακολούθησε τη μόνη αξιότιμη πορεία δράσης"
- συνώνυμο:
- ηθική ,
- αξιότιμος
4. Deserving of esteem and respect
- "All respectable companies give guarantees"
- "Ruined the family's good name"
- synonym:
- estimable ,
- good ,
- honorable ,
- respectable
4. Αξίζει εκτίμηση και σεβασμό
- "Όλες οι αξιοσέβαστες εταιρείες παρέχουν εγγυήσεις"
- "Καταφέραμε το καλό όνομα της οικογένειας"
- συνώνυμο:
- εκτιμητόσ ,
- καλός ,
- αξιότιμος ,
- σεβαστόσ