Translation meaning & definition of the word "honeydew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μελέτη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Honeydew
[Μελιού]/hənidu/
noun
1. The fruit of a variety of winter melon vine
- A large smooth greenish-white melon with pale green flesh
- synonym:
- honeydew ,
- honeydew melon
1. Ο καρπός μιας ποικιλίας αμπέλου χειμερινού πεπονιού
- Ένα μεγάλο λείο πρασινωπό-λευκό πεπόνι με ανοιχτή πράσινη σάρκα
- συνώνυμο:
- μέλι ,
- πεπόνι