Translation meaning & definition of the word "honey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μέλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Honey
[Μέλι]/həni/
noun
1. A sweet yellow liquid produced by bees
- synonym:
- honey
1. Ένα γλυκό κίτρινο υγρό που παράγεται από τις μέλισσες
- συνώνυμο:
- μέλι
2. A beloved person
- Used as terms of endearment
- synonym:
- beloved ,
- dear ,
- dearest ,
- honey ,
- love
2. Ένας αγαπημένος άνθρωπος
- Χρησιμοποιείται ως όροι ενδοσκόπησης
- συνώνυμο:
- αγαπημένοσ ,
- αγαπητέ ,
- αγαπητόσ ,
- μέλι ,
- αγάπη
verb
1. Sweeten with honey
- synonym:
- honey
1. Γλυκάνετε με μέλι
- συνώνυμο:
- μέλι
adjective
1. Of something having the color of honey
- synonym:
- honey
1. Από κάτι που έχει το χρώμα του μελιού
- συνώνυμο:
- μέλι
Examples of using
Which sandwich would you like, with honey or with condensed milk? - With both. Permissibly without bread.
Ποιο σάντουιτς θα θέλατε, με μέλι ή με συμπυκνωμένο γάλα; - Και με τα δύο. Επιτρεπόμενο χωρίς ψωμί.
I love honey.
Αγαπώ το μέλι.
To he who is sick, honey has a bitter taste.
Για εκείνον που είναι άρρωστος, το μέλι έχει πικρή γεύση.