Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "honest" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τίμια" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Honest

[Ειλικρινής]
/ɑnəst/

adjective

1. Not disposed to cheat or defraud

  • Not deceptive or fraudulent
  • "Honest lawyers"
  • "Honest reporting"
    synonym:
  • honest
  • ,
  • honorable

1. Δεν είναι διατεθειμένος να εξαπατήσει ή να εξαπατήσει

  • Δεν είναι παραπλανητικό ή δόλιο
  • "Ειλικρινείς δικηγόροι"
  • "Τίμια αναφορά"
    συνώνυμο:
  • ειλικρινής
  • ,
  • αξιότιμος

2. Without dissimulation

  • Frank
  • "My honest opinion"
    synonym:
  • honest

2. Χωρίς διαφοροποίηση

  • Φρανκ
  • "Ειλικρινής άποψη"
    συνώνυμο:
  • ειλικρινής

3. Worthy of being depended on

  • "A dependable worker"
  • "An honest working stiff"
  • "A reliable sourcsfle of information"
  • "He was true to his word"
  • "I would be true for there are those who trust me"
    synonym:
  • dependable
  • ,
  • honest
  • ,
  • reliable
  • ,
  • true(p)

3. Αξίζει να εξαρτάται από

  • "Αξιόπιστος εργαζόμενος"
  • "Μια ειλικρινής σκληρή δουλειά"
  • "Ένα αξιόπιστο πληροφοριακό στοιχείοελληνικά"
  • "Ήταν αληθινός στο λόγο του"
  • "Θα ήμουν αληθινός γιατί υπάρχουν εκείνοι που με εμπιστεύονται"
    συνώνυμο:
  • αξιόπιστος
  • ,
  • ειλικρινής
  • ,
  • αληθινό()

4. Without pretensions

  • "Worked at an honest trade"
  • "Good honest food"
    synonym:
  • honest

4. Χωρίς προσποιήσεις

  • "Εργάστηκε σε ένα ειλικρινές εμπόριο"
  • "Καλό ειλικρινές φαγητό"
    συνώνυμο:
  • ειλικρινής

5. Marked by truth

  • "Gave honest answers"
  • "Honest reporting"
    synonym:
  • honest

5. Σημαδεμένο από την αλήθεια

  • "Είχα ειλικρινείς απαντήσεις"
  • "Τίμια αναφορά"
    συνώνυμο:
  • ειλικρινής

6. Not forged

  • "A good dollar bill"
    synonym:
  • good
  • ,
  • honest

6. Δεν σφυρηλατήθηκε

  • "Ένας καλός λογαριασμός δολαρίου"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • ειλικρινής

7. Gained or earned without cheating or stealing

  • "An honest wage"
  • "An fair penny"
    synonym:
  • honest
  • ,
  • fair

7. Κέρδισε ή κέρδισε χωρίς εξαπάτηση ή κλοπή

  • "Ένας ειλικρινής μισθός"
  • "Μια ακριβή δεκάρα"
    συνώνυμο:
  • ειλικρινής
  • ,
  • δίκαιος

Examples of using

Everybody tries to do their job with an honest effort.
Όλοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους με μια ειλικρινή προσπάθεια.
Instead of flattery, give us an honest and sincere estimate!
Αντί για κολακεία, δώστε μας μια ειλικρινή και ειλικρινή εκτίμηση!
We are poor because we are honest.
Είμαστε φτωχοί γιατί είμαστε ειλικρινείς.