Translation meaning & definition of the word "hondo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χόντο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hondo
[Ονδούρα]/hɑndoʊ/
noun
1. The central and largest of the four main islands of japan
- Between the sea of japan and the pacific ocean
- Regarded as the japanese mainland
- synonym:
- Honshu ,
- Hondo
1. Το κεντρικό και μεγαλύτερο από τα τέσσερα κύρια νησιά της ιαπωνίας
- Ανάμεσα στη θάλασσα της ιαπωνίας και τον ειρηνικό ωκεανό
- Θεωρείται ως η ηπειρωτική χώρα της ιαπωνίας
- συνώνυμο:
- Χονσού ,
- Ονδούρα