Translation meaning & definition of the word "homosexual" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομοφυλόφιλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homosexual
[Ομοφυλόφιλοσ]/hoʊmoʊsɛkʃəwəl/
noun
1. Someone who practices homosexuality
- Having a sexual attraction to persons of the same sex
- synonym:
- homosexual ,
- homophile ,
- homo ,
- gay
1. Αυτός που ασκεί την ομοφυλοφιλία
- Σεξουαλική έλξη σε άτομα του ίδιου φύλου
- συνώνυμο:
- ομοφυλόφιλος ,
- ομοφυλόφιλοσ ,
- όμο ,
- γκέι
adjective
1. Sexually attracted to members of your own sex
- synonym:
- homosexual
1. Σεξουαλικά προσελκυσμένος από τα μέλη του δικού σας φύλου
- συνώνυμο:
- ομοφυλόφιλος
Examples of using
They are homosexual.
Είναι ομοφυλόφιλοι.
And if I was homosexual, would that be a sin?
Και αν ήμουν ομοφυλόφιλος, θα ήταν αμαρτία?
I'm an alcoholic. I'm a drug addict. I'm homosexual. I'm a genius.
Είμαι αλκοολικός. Είμαι ναρκομανής. Είμαι ομοφυλόφιλος. Είμαι ιδιοφυΐα.