Translation meaning & definition of the word "homo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "όμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homo
[Χόμο]/hoʊmoʊ/
noun
1. Someone who practices homosexuality
- Having a sexual attraction to persons of the same sex
- synonym:
- homosexual ,
- homophile ,
- homo ,
- gay
1. Αυτός που ασκεί την ομοφυλοφιλία
- Σεξουαλική έλξη σε άτομα του ίδιου φύλου
- συνώνυμο:
- ομοφυλόφιλος ,
- ομοφυλόφιλοσ ,
- όμο ,
- γκέι
2. Any living or extinct member of the family hominidae characterized by superior intelligence, articulate speech, and erect carriage
- synonym:
- homo ,
- man ,
- human being ,
- human
2. Οποιοδήποτε ζωντανό ή εξαφανισμένο μέλος της οικογένειας χαρακτηρίζεται από ανώτερη νοημοσύνη, αρθρωτή ομιλία και ανεξάρτητη μεταφορά
- συνώνυμο:
- όμο ,
- άνθρωπος ,
- ανθρώπινο ον