Translation meaning & definition of the word "homeward" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προς το σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homeward
[Σπίτι]/hoʊmwərd/
adjective
1. Oriented toward home
- "In a homeward direction"
- "Homeward-bound commuters"
- synonym:
- homeward ,
- homeward-bound
1. Προσανατολισμένος στο σπίτι
- "Σε κατεύθυνση προς το σπίτι"
- "Εσωτερικοί δεσμευμένοι μετακινούμενοι"
- συνώνυμο:
- προσ το σπίτι ,
- αρχική
adverb
1. Toward home
- "Fought his way homeward through the deep snow"
- synonym:
- homeward ,
- homewards
1. Προς το σπίτι
- "Πήρε το δρόμο του προς το σπίτι μέσα από το βαθύ χιόνι"
- συνώνυμο:
- προσ το σπίτι ,
- σπίτι