Translation meaning & definition of the word "homestead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβάστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homestead
[Πατρίδα]/hoʊmstɛd/
noun
1. The home and adjacent grounds occupied by a family
- synonym:
- homestead
1. Το σπίτι και τους παρακείμενους χώρους που καταλαμβάνονται από μια οικογένεια
- συνώνυμο:
- πατρίδα
2. Land acquired from the united states public lands by filing a record and living on and cultivating it under the homestead law
- synonym:
- homestead
2. Γη που αποκτήθηκε από τα δημόσια εδάφη των ηνωμένων πολιτειών, καταθέτοντας ρεκόρ και ζώντας και καλλιεργώντας το σύμφωνα με νόμο
- συνώνυμο:
- πατρίδα
3. Dwelling that is usually a farmhouse and adjoining land
- synonym:
- homestead
3. Κατοικία που είναι συνήθως μια αγροικία και γειτονική γη
- συνώνυμο:
- πατρίδα
verb
1. Settle land given by the government and occupy it as a homestead
- synonym:
- homestead
1. Εγκαταστήστε τη γη που δίνεται από την κυβέρνηση και να την καταλάβουν ως πατρίδα
- συνώνυμο:
- πατρίδα