Translation meaning & definition of the word "homer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ήρωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homer
[Όμηρος]/hoʊmər/
noun
1. A base hit on which the batter scores a run
- synonym:
- homer ,
- home run
1. Ένα χτύπημα βάσης στο οποίο το κτύπημα σκοράρει ένα τρέξιμο
- συνώνυμο:
- όμηρος ,
- εγχώρια τρέξιμο
2. Ancient greek epic poet who is believed to have written the iliad and the odyssey (circa 850 bc)
- synonym:
- Homer
2. Αρχαίος έλληνας επικός ποιητής που πιστεύεται ότι έχει γράψει την ιλιάδα και την οδύσσεια (περίπου 850 π.χ.)
- συνώνυμο:
- Όμηρος
3. An ancient hebrew unit of capacity equal to 10 baths or 10 ephahs
- synonym:
- homer ,
- kor
3. Μια αρχαία εβραϊκή μονάδα χωρητικότητας ίση με 10 λουτρά ή 10 εφά
- συνώνυμο:
- όμηρος ,
- κορ
4. United states painter best known for his seascapes (1836-1910)
- synonym:
- Homer ,
- Winslow Homer
4. Ο ζωγράφος των ηνωμένων πολιτειών είναι περισσότερο γνωστός για τις θαλασσογραφίες του (1836-1910)
- συνώνυμο:
- Όμηρος ,
- Ο Όμηρος του Γουίνσλοου
5. Pigeon trained to return home
- synonym:
- homing pigeon ,
- homer
5. Περιστέρι εκπαιδευμένο να επιστρέψει στο σπίτι
- συνώνυμο:
- επερχόμενο περιστέρι ,
- όμηρος
verb
1. Hit a home run
- synonym:
- homer
1. Χτυπώ ένα τρέξιμο στο σπίτι
- συνώνυμο:
- όμηρος