Translation meaning & definition of the word "homely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homely
[Σπιτικά]/hoʊmli/
adjective
1. Lacking in physical beauty or proportion
- "A homely child"
- "Several of the buildings were downright homely"
- "A plain girl with a freckled face"
- synonym:
- homely ,
- plain
1. Ελλείψει φυσικής ομορφιάς ή αναλογίας
- "Σπιτικό παιδί"
- "Πολλά από τα κτίρια ήταν εντελώς οικεία"
- "Ένα απλό κορίτσι με ένα φακίδα πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- σπιτικόσ ,
- απλός
2. Having a feeling of home
- Cozy and comfortable
- "The homely everyday atmosphere"
- "A homey little inn"
- synonym:
- homelike ,
- homely ,
- homey ,
- homy
2. Έχοντας μια αίσθηση του σπιτιού
- Άνετο και άνετο
- "Η σπιτική καθημερινή ατμόσφαιρα"
- "Ένα σπιτικό μικρό πανδοχείο"
- συνώνυμο:
- πατρίδα ,
- σπιτικόσ ,
- σπιτικός ,
- ανθρωπάκι
3. Plain and unpretentious
- "Homely truths"
- "Letters to his son full of homely advice"
- "Homely fare"
- synonym:
- homely
3. Απλός και ανεπιτήδευτος
- "Οικιακές αλήθειες"
- "Επιστολές στο γιο του γεμάτες σπιτικές συμβουλές"
- "Σπίτι ναύλος"
- συνώνυμο:
- σπιτικόσ
4. Without artificial refinement or elegance
- "Plain homely furniture"
- "Homely manners"
- synonym:
- homely
4. Χωρίς τεχνητή φινέτσα ή κομψότητα
- "Απλά σπιτικά έπιπλα"
- "Οικιακοί τρόποι"
- συνώνυμο:
- σπιτικόσ