Translation meaning & definition of the word "homelike" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομελίκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homelike
[Ομοειδήσ]/hoʊmlaɪk/
adjective
1. Having a feeling of home
- Cozy and comfortable
- "The homely everyday atmosphere"
- "A homey little inn"
- synonym:
- homelike ,
- homely ,
- homey ,
- homy
1. Έχοντας μια αίσθηση του σπιτιού
- Άνετο και άνετο
- "Η σπιτική καθημερινή ατμόσφαιρα"
- "Ένα σπιτικό μικρό πανδοχείο"
- συνώνυμο:
- πατρίδα ,
- σπιτικόσ ,
- σπιτικός ,
- ανθρωπάκι