Translation meaning & definition of the word "home" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
Home
[Σπίτι]noun
1. Where you live at a particular time
- "Deliver the package to my home"
- "He doesn't have a home to go to"
- "Your place or mine?"
- synonym:
- home ,
- place
1. Που ζείτε σε μια συγκεκριμένη στιγμή
- "Παραδώστε το δέμα στο σπίτι μου"
- "Δεν έχει σπίτι να πάει"
- "Η θέση σου ή η δική μου?"
- συνώνυμο:
- σπίτι ,
- τοποθετώ
2. Housing that someone is living in
- "He built a modest dwelling near the pond"
- "They raise money to provide homes for the homeless"
- synonym:
- dwelling ,
- home ,
- domicile ,
- abode ,
- habitation ,
- dwelling house
2. Στέγαση στην οποία ζει κάποιος
- "Έχτισε μια μέτρια κατοικία κοντά στη λίμνη"
- "Συγκεντρώνουν χρήματα για να παρέχουν σπίτια στους άστεγους"
- συνώνυμο:
- κατοικία ,
- σπίτι ,
- κατοίκηση
3. The country or state or city where you live
- "Canadian tariffs enabled united states lumber companies to raise prices at home"
- "His home is new jersey"
- synonym:
- home
3. Η χώρα ή το κράτος ή η πόλη όπου ζείτε
- "Τα καναδικά τιμολόγια επέτρεψαν στις εταιρείες ξυλείας των ηπα να αυξήσουν τις τιμές στο σπίτι"
- "Το σπίτι του είναι το νιου τζέρσεϊ"
- συνώνυμο:
- σπίτι
4. (baseball) base consisting of a rubber slab where the batter stands
- It must be touched by a base runner in order to score
- "He ruled that the runner failed to touch home"
- synonym:
- home plate ,
- home base ,
- home ,
- plate
4. (βασελλ) βάση που αποτελείται από μια λαστιχένια πλάκα όπου στέκεται το κτύπημα
- Πρέπει να αγγιχτεί από έναν δρομέα βάσης για να σκοράρει
- "Αποφάσισε ότι ο δρομέας δεν κατάφερε να αγγίξει το σπίτι"
- συνώνυμο:
- πλάκα σπιτιού ,
- αρχική βάση ,
- σπίτι ,
- πιάτο
5. The place where you are stationed and from which missions start and end
- synonym:
- base ,
- home
5. Τον τόπο όπου σταθμεύετε και από τον οποίο αρχίζουν και τελειώνουν οι αποστολές
- συνώνυμο:
- βάση ,
- σπίτι
6. Place where something began and flourished
- "The united states is the home of basketball"
- synonym:
- home
6. Τόπος όπου κάτι ξεκίνησε και άνθισε
- "Οι ηνωμένες πολιτείες είναι το σπίτι του μπάσκετ"
- συνώνυμο:
- σπίτι
7. An environment offering affection and security
- "Home is where the heart is"
- "He grew up in a good christian home"
- "There's no place like home"
- synonym:
- home
7. Ένα περιβάλλον που προσφέρει στοργή και ασφάλεια
- "Σπίτι είναι εκεί που είναι η καρδιά"
- "Μεγάλωσε σε ένα καλό χριστιανικό σπίτι"
- "Δεν υπάρχει μέρος σαν το σπίτι"
- συνώνυμο:
- σπίτι
8. A social unit living together
- "He moved his family to virginia"
- "It was a good christian household"
- "I waited until the whole house was asleep"
- "The teacher asked how many people made up his home"
- synonym:
- family ,
- household ,
- house ,
- home ,
- menage
8. Μια κοινωνική μονάδα που ζει μαζί
- "Μετέφερε την οικογένειά του στη βιρτζίνια"
- "Ήταν ένα καλό χριστιανικό σπίτι"
- "Περίμενα μέχρι να κοιμηθεί όλο το σπίτι"
- "Ο δάσκαλος ρώτησε πόσοι άνθρωποι έφτιαξαν το σπίτι του"
- συνώνυμο:
- οικογένεια ,
- νοικοκυριό ,
- σπίτι ,
- επιμονή
9. An institution where people are cared for
- "A home for the elderly"
- synonym:
- home ,
- nursing home ,
- rest home
9. Ένα ίδρυμα όπου οι άνθρωποι φροντίζονται
- "Σπίτι για τους ηλικιωμένους"
- συνώνυμο:
- σπίτι ,
- γηροκομείο ,
- ξεκουράζομαι
verb
1. Provide with, or send to, a home
- synonym:
- home
1. Παρέχετε ή στέλνετε σε ένα σπίτι
- συνώνυμο:
- σπίτι
2. Return home accurately from a long distance
- "Homing pigeons"
- synonym:
- home
2. Επιστρέψτε στο σπίτι με ακρίβεια από μεγάλη απόσταση
- "Περιστέρια"
- συνώνυμο:
- σπίτι
adjective
1. Used of your own ground
- "A home game"
- synonym:
- home(a)
1. Χρησιμοποιείται από το δικό σας έδαφος
- "Ένα παιχνίδι στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- αρχική()
2. Relating to or being where one lives or where one's roots are
- "My home town"
- synonym:
- home
2. Σχετίζονται ή είναι όπου ζει κανείς ή όπου οι ρίζες του είναι
- "Η πατρίδα μου"
- συνώνυμο:
- σπίτι
3. Inside the country
- "The british home office has broader responsibilities than the united states department of the interior"
- "The nation's internal politics"
- synonym:
- home(a) ,
- interior(a) ,
- internal ,
- national
3. Μέσα στη χώρα
- "Το βρετανικό υπουργείο εσωτερικών έχει ευρύτερες ευθύνες από το υπουργείο εσωτερικών των ηπα"
- "Η εσωτερική πολιτική του έθνους"
- συνώνυμο:
- αρχική() ,
- εσωτερικό( ,
- εσωτερικός ,
- εθνικός
adverb
1. At or to or in the direction of one's home or family
- "He stays home on weekends"
- "After the game the children brought friends home for supper"
- "I'll be home tomorrow"
- "Came riding home in style"
- "I hope you will come home for christmas"
- "I'll take her home"
- "Don't forget to write home"
- synonym:
- home
1. Προς ή προς ή προς την κατεύθυνση του σπιτιού ή της οικογένειάς σας
- "Μείνει σπίτι τα σαββατοκύριακα"
- "Μετά το παιχνίδι τα παιδιά έφεραν φίλους στο σπίτι για δείπνο"
- "Θα είμαι σπίτι αύριο"
- "Επέστρεψε στο σπίτι με στυλ"
- "Ελπίζω να γυρίσεις σπίτι για τα χριστούγεννα"
- "Θα την πάρω σπίτι"
- "Μην ξεχάσετε να γράψετε σπίτι"
- συνώνυμο:
- σπίτι
2. On or to the point aimed at
- "The arrow struck home"
- synonym:
- home
2. Επί ή στο σημείο που στοχεύει
- "Το βέλος χτύπησε στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- σπίτι
3. To the fullest extent
- To the heart
- "Drove the nail home"
- "Drove his point home"
- "His comments hit home"
- synonym:
- home
3. Στο μέγιστο βαθμό
- Στην καρδιά
- "Βγάλτε το σπίτι των νυχιών"
- "Βάλτε το σημείο του στο σπίτι"
- "Τα σχόλια του χτύπησαν το σπίτι"
- συνώνυμο:
- σπίτι