Translation meaning & definition of the word "homage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μουσική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Homage
[Απόκτηση]/ɑməʤ/
noun
1. Respectful deference
- "Pay court to the emperor"
- synonym:
- court ,
- homage
1. Σεβαστή αμυντικότητα
- "Πληρώστε το δικαστήριο στον αυτοκράτορα"
- συνώνυμο:
- δικαστήριο ,
- αφιέρωμα