Translation meaning & definition of the word "holocaust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ολοκαύτωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Holocaust
[Ολοκαύτωμα]/hɑləkɔst/
noun
1. An act of mass destruction and loss of life (especially in war or by fire)
- "A nuclear holocaust"
- synonym:
- holocaust
1. Μια πράξη μαζικής καταστροφής και απώλειας ζωής (ειδικά σε πόλεμο ή φωτιά)
- "Πυρηνικό ολοκαύτωμα"
- συνώνυμο:
- ολοκαύτωμα
2. The mass murder of jews under the german nazi regime from 1941 until 1945
- synonym:
- Holocaust ,
- final solution
2. Η μαζική δολοφονία των εβραίων υπό το γερμανικό ναζιστικό καθεστώς από το 1941 έως το 1945
- συνώνυμο:
- Ολοκαύτωμα ,
- τελική λύση