Translation meaning & definition of the word "holly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρύπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Holly
[Χόλι]/hɑli/
noun
1. Any tree or shrub of the genus ilex having red berries and shiny evergreen leaves with prickly edges
- synonym:
- holly
1. Κάθε δέντρο ή θάμνος του γένους που έχει κόκκινα μούρα και λαμπερά αειθαλή φύλλα με φραγκοσυκιές άκρες
- συνώνυμο:
- αποφασιστικόσ
2. United states rock star (1936-1959)
- synonym:
- Holly ,
- Buddy Holly ,
- Charles Hardin Holley
2. Ηνωμένες πολιτείες ροκ σταρ (1936-1959)
- συνώνυμο:
- Χόλι ,
- Μπάντι Χόλι ,
- Τσαρλς Χάρντιν Χόλεϊ