Translation meaning & definition of the word "holiness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρύπα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Holiness
[Αγιότητα]/hoʊlinəs/
noun
1. The quality of being holy
- synonym:
- holiness ,
- sanctity ,
- sanctitude
1. Η ποιότητα του να είσαι άγιος
- συνώνυμο:
- αγιότητα ,
- ιερότητα