Translation meaning & definition of the word "holiday" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακοπές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Holiday
[Διακοπές]/hɑləde/
noun
1. Leisure time away from work devoted to rest or pleasure
- "We get two weeks of vacation every summer"
- "We took a short holiday in puerto rico"
- synonym:
- vacation ,
- holiday
1. Ελεύθερος χρόνος μακριά από την εργασία που αφιερώνεται στην ξεκούραση ή την ευχαρίστηση
- "Παίρνουμε δύο εβδομάδες διακοπών κάθε καλοκαίρι"
- "Πήραμε σύντομες διακοπές στο πουέρτο ρίκο"
- συνώνυμο:
- διακοπές
2. A day on which work is suspended by law or custom
- "No mail is delivered on federal holidays"
- "It's a good thing that new year's was a holiday because everyone had a hangover"
- synonym:
- holiday
2. Μια ημέρα κατά την οποία η εργασία αναστέλλεται από το νόμο ή το έθιμο
- "Δεν παραδίδεται αλληλογραφία σε ομοσπονδιακές διακοπές"
- "Είναι καλό που η πρωτοχρονιά ήταν διακοπές επειδή όλοι είχαν ένα πονοκέφαλο"
- συνώνυμο:
- διακοπές
verb
1. Spend or take a vacation
- synonym:
- vacation ,
- holiday
1. Περάστε ή κάντε διακοπές
- συνώνυμο:
- διακοπές
Examples of using
Tom is on holiday with his parents.
Ο Τομ είναι σε διακοπές με τους γονείς του.
He refused to go on holiday with his parents.
Αρνήθηκε να πάει διακοπές με τους γονείς του.
I need a holiday.
Χρειάζομαι διακοπές.