Translation meaning & definition of the word "holdup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ολίσθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Holdup
[Χόλντου]/hoʊldəp/
noun
1. Robbery at gunpoint
- synonym:
- armed robbery ,
- heist ,
- holdup ,
- stickup
1. Ληστεία σε όπλο
- συνώνυμο:
- ένοπλη ληστεία ,
- ληστεία ,
- ολντούπου ,
- παρακολουθώ
2. The act of delaying
- Inactivity resulting in something being put off until a later time
- synonym:
- delay ,
- holdup
2. Η πράξη της καθυστέρησης
- Αδράνεια με αποτέλεσμα κάτι να αναβληθεί μέχρι αργότερα
- συνώνυμο:
- καθυστέρηση ,
- ολντούπου