Translation meaning & definition of the word "holding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κράτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Holding
[Κρατώντασ]/hoʊldɪŋ/
noun
1. The act of retaining something
- synonym:
- retention ,
- keeping ,
- holding
1. Η πράξη της διατήρησης κάτι
- συνώνυμο:
- διατήρηση ,
- συνεχίζω ,
- κράτημα
2. Something owned
- Any tangible or intangible possession that is owned by someone
- "That hat is my property"
- "He is a man of property"
- synonym:
- property ,
- belongings ,
- holding
2. Κάτι που ανήκει
- Κάθε απτή ή άυλη κατοχή που ανήκει σε κάποιον
- "Αυτό το καπέλο είναι ιδιοκτησία μου"
- "Είναι άνθρωπος της ιδιοκτησίας"
- συνώνυμο:
- ιδιοκτησία ,
- αντικείμενα ,
- κράτημα
Examples of using
When are you holding a sale?
Πότε κάνετε πώληση?
Guess what I'm holding in my hand.
Μάντεψε τι κρατάω στο χέρι μου.
Tom saw John and Mary holding hands.
Ο Τομ είδε τον Τζον και τη Μαίρη να κρατούν τα χέρια.