Translation meaning & definition of the word "hoist" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "χουίστ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hoist
[Ανυψωτήρασ]/hɔɪst/
noun
1. Lifting device for raising heavy or cumbersome objects
- synonym:
- hoist
1. Συσκευή ανύψωσης για την ανύψωση βαρέων ή δυσκίνητων αντικειμένων
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρασ
verb
1. Raise or haul up with or as if with mechanical help
- "Hoist the bicycle onto the roof of the car"
- synonym:
- hoist ,
- lift ,
- wind
1. Σηκώστε ή μεταφέρετε με ή σαν με μηχανική βοήθεια
- "Βάλτε το ποδήλατο στην οροφή του αυτοκινήτου"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρασ ,
- ανυψωτήρας ,
- άνεμος
2. Move from one place to another by lifting
- "They hoisted the patient onto the operating table"
- synonym:
- hoist
2. Μετακινηθείτε από το ένα μέρος στο άλλο σηκώνοντας
- "Ανέβασαν τον ασθενή στο χειρουργικό τραπέζι"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρασ
3. Raise
- "Hoist the flags"
- "Hoist a sail"
- synonym:
- hoist ,
- run up
3. Αυξάνω
- "Αναζητήστε τις σημαίες"
- "Αναζωογονήστε ένα πανί"
- συνώνυμο:
- ανυψωτήρασ ,
- τρέχω